- φάλης
- -ητος, και φαλῆς, -ῆτος, ὁ, Α1. φαλλός2. ως κύριο όν. ὁ Φάλης και Φαλῆς1. θεός τού οποίου η λατρεία, όπως και τού Πριάπου, ήταν συνδεδεμένη με την διονυσιακή λατρεία2. προσωνυμία τού Ερμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαλλός, πιθ. κατά το μύκης, -ητος / -εω].
Dictionary of Greek. 2013.